- γαλακτώδεις
- γαλακτώδηςmilk-warmmasc/fem acc plγαλακτώδηςmilk-warmmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγάνοσμα — (aganosma).Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά διάφορα φυτά της οικογένειας των αποκυνιδών. Ο βλαστός τους είναι ποώδης ή ξυλώδης με γαλακτώδεις σωλήνες. Τα άνθη τους είναι διγενή σε διάταξη σκιαδίων, με κάλυκα με 5 σέπαλα, στεφάνη με 5 ή 4 πέταλα… … Dictionary of Greek
αστρικά σμήνη — Αστέρες, που τα μεταξύ τους χαρακτηριστικά είναι όμοια, όπως όμοιος είναι ο τρόπος της κίνησής τους. Τα α.σ. είναι αθροίσματα αστέρων, οι οποίοι αποτελούν ένα ιδιαίτερο σύνολο εξαιτίας της ομοιόμορφης κίνησης και της ομοιότητας των φασματικών… … Dictionary of Greek
Πραισός — Αρχαία πόλη στο ανατολικό άκρο της Κρήτης. Κατελάμβανε την περιοχή που εκτείνεται μεταξύ των δύο βραχιόνων του ποταμού Παντέλη ή Στόμιου (αρχαίου Διδύμου). Ο κεντρικός οικισμός χτίστηκε επάνω σε τρεις λόφους ακροπόλεις και στο μεταξύ τους μικρό… … Dictionary of Greek